ξυλοστάτης

ξυλοστάτης
ο деревянная балка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξυλοστάτης" в других словарях:

  • ξυλοστάτης — ο ξύλινη δοκός που χρησιμοποιείται για υποστήριξη διαφόρων κατασκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + στάτης (< ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στά σις), πρβλ. λυχνο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»